στιχοπλόκος, ο

στιχοπλόκος, ο
η στιχογράφος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στιχοπλόκος — versifier masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιχοπλόκος — ο, ΝΜ νεοελλ. (με ειρωνική σημ.) ποιητής που γράφει στίχους ανάξιους λόγου, ασήμαντος ποιητής μσν. αυτός που πλέκει στίχους, στιχουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • στιχοπλόκον — στιχοπλόκος versifier masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοστιχοπλόκος — καλοστιχοπλόκος, ὁ (Μ) καλός στιχοπλόκος, καλός στιχουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στιχοπλόκος] …   Dictionary of Greek

  • καννοπλόκος — καννοπλόκος, ὁ (Α) καλαθοπλόκος, κατασκευαστής καλαθιών από καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στιχοπλόκος] …   Dictionary of Greek

  • ριμαδόρος — ο, Ν 1. αυτός που συνθέτει αυτοσχέδια επίκαιρα, επαινετικά ή σκωπτικά δίστιχα 2. (με ειρων. σημ.) στιχοπλόκος, στιχογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. rimadore] …   Dictionary of Greek

  • στιχογράφος — ο, ΝΑ αυτός που γράφει στίχους, στιχουργός νεοελλ. (με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) ασήμαντος ποιητής, στιχοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • στιχομανής — ές, Ν άτομο που διακατέχεται από τη μανία να γράφει διαρκώς στίχους, στιχοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. μυθο μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • στιχοπλοκώ — έω, Μ [στιχοπλόκος] πλέκω στίχους, στιχουργώ …   Dictionary of Greek

  • στιχοποιός — ο, ΝΑ 1. στιχουργός 2. (με ειρωνική σημ.) στιχοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”